Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Όταν ξημέρωνε

Όταν με το καλό ξημέρωνε,
έφευγε ένα βάρος απ’ την καρδιά,
ο πρωινός αγέρας έδερνε,
των δέντρων τα κλαδιά.

Παρακαλούσα να κρατούσε
λίγο ακόμα, αυτή η γαλήνια
ατμόσφαιρα, καθότι πονούσε
η ψυχή, από νυχτιάς παλίρροια.

Οι Άγγελοι τον ήλιο υποδέχονταν,
το λαμπερό άστρο των ανθρώπων,
οι ακτίνες του που χάριζαν ζωή.

Καθώς τα πλήθη παρέρχονταν,
στης καθημερινότητας των μόχθων,
μες στων πόλεων την βοή.


Πάρης Παπανικολάου


Ωδή στον έρωτα

Δε βλέπω την στιγμή τώρα,
στα ματάκια σου τα καστανά,
της αγάπης να ‘ρθει η ώρα,
η καρδιά δεν άντεχε άλλο να πονά.

Του έρωτα σου την φλόγα, με
τίποτα δε μπορούσα για να σβήσω,
παρά μόνο γλυκιά μου άσε με,
τα φιλιά μου στα χείλη σου ν’ αφήσω.

Τα λεπτά δίπλα σε σένα κυλούσαν,
τόσο γρήγορα ήταν όμως ωραία,
να ‘ταν κρυμμένος έπρεπε ο χρόνος.

Μακάρι όλοι οι άνθρωποι να ζούσαν,
στιγμές ονειρικές όπως εγώ κι εσύ παρέα,
σίγουρα θα χανόταν απ’ την γη ο πόνος.


Πάρης Παπανικολάου


Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Φθινοπωρινή ανία

Μες στη φθινοπωρινή ανία,
λαχταρούσα την χαρά,
στης ζωής την τρικυμιά,
κολυμπώ στην συμφορά.

Μια στιγμή ελπίδας,
πως ζητούσε η καρδιά,
χαρμόσυνης ηλιαχτίδας,
στολισμένη με ομορφιά.

Καλύτερα μονάχος,
ας διαβαίνω τα βουνά,
της ζωής μεγάλος βράχος,
που πλακώνει ότι περνά.

Πόση θλίψη αντηχούσε,
στις σταγόνες της βροχής,
στο σκοτάδι πως βριθούσε,
η γαλήνη της ψυχής;



Πάρης Παπανικολάου


Ξημέρωμα 1ης Οκτωβρίου


Πρώτη Οκτωβρίου ξημέρωσε,
μ’ ακόμα πονάει η καρδιά,
το πάθος που δεν έσβησε
κι ‘ρθε η κακομοιριά.

Σκέψεις μελαγχολικές,
βασάνιζαν το είναι,
πολύ βασανιστικές,
οι στιγμές που ‘ναι.

Η ελπίδα στη ζωή,
που έφυγε διωγμένη,
αν κάποτε πάλι ‘ρθει,
θα ‘ναι καλωσορισμένη.

Το θάρρος μου δεν έβρισκα
κι αυτό με μαραζώνει,
η ευτυχία που δεν γεύτηκα,
είν’ η ανάμνηση που πληγώνει.



Πάρης Παπανικολάου



Για τον Έρωτα

Για τον έρωτα λιώνει κ’ υποφέρει
η καρδιά μου απ’ αυτόν τον φτερωτό θεό,
στη ψυχή μου ευτυχία φως να φέρει
το σώμα σου καθώς θαυμάζω το καμαρωτό.

Πόσες ώρες ανούσιες στεκόμουν,
ξαπλωμένος ανάσκελα στη κλίνη,
το κορμί σου γυμνό σκεπτόμουν,
να μου 'φερνε ένα βράδυ την γαλήνη.

Στα χείλη σου ν' αντίκριζα την άβυσσο,
καθώς κατέκλυζε το υγρό το πάθος,
το δέρμα σου φτιαγμένο στον παράδεισο,
τους καρπούς σου να γευτώ μέσα σ’ ένα δάσος.

Για τα γαλάζια σου μάτια και μόνο,
σκλάβος θα γινόμουν με παρωπίδες,
της μοίρας να εκλείψω τον αδιάκοπο τον πόνο,
για να ‘μουν δεμένος μαζί σου σφιχτά με αλυσίδες.


Πάρης Παπανικολάου


Μια νύχτα βροχερή

Μια νύχτα βροχερή και κρύα,
σε κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου,
ένα φιλί καυτό σου έδωσα και πήρα,
νοιώθοντας την ζεστασιά του ερωτά μου.

Τα μάτια σου φεγγίτες λαμπεροί,
μου χάριζαν απλόχερα το φως τους,
όταν το κορμί σου αντίκριζα με σιωπή,
πάθος φλογερό μ’ έπνιγε δικό τους.

Θα ‘θελα να σ’ είχα δική μου μόνο,
αιώνια κοντά μου να σε λατρεύω
και τις παραξενιές σου να υπομένω.

Να σου κρατούσα το χεράκι απαλά,
να σε ζέσταινα με χάδια και φιλιά,
μες στην καρδιά του χειμώνα.



Πάρης Παπανικολάου


Ξανθό κορίτσι

Ν’ άπλωνα στο κορμί σου,
τα ζεστά φιλιά μου,
ένα χάδι τρυφερό σου,
σαν την πνοή τ’ ανέμου.

Κορίτσι με σώμα κεχριμπαρένιο,
πίσω από την μπάρα,
χαμόγελο καραμελένιο,
ξανθιά μαλλιά υπέροχα χάρμα.

Ήσουν η απόχρωση που έδινε,
ενέργεια στη πνοή μου,
σαν το ουράνιο τόξο έβγαινε,
που πρόβαλλε χρώμα στην ζωή μου.

Τα μάτια σου στων σκιών το χρώμα,
αγνάντευα με ζωντάνια,
στων θαυμάτων την χώρα,
το βλέμμα σου πάνω μου με περηφάνια.

Αν μπορούσα να σε ύψωνα στον κόσμο,
ως ένα νέο θαύμα,
ενός καλλιτέχνη σόλο,
σίγουρα εσύ θα ήσουν των ματιών μου η νιρβάνα.


Πάρης Παπανικολάου


Ο πειρασμός

Στα μάτια σου αντίκριζα τον πειρασμό
κι όμως το πάθος μου δεν ήθελα ν’ αφήσω,
το θελκτικό κορμί σου να χαϊδεύω το μαγευτικό,
και των χειλιών σου την κάψα να δροσίσω.

Ήσουν μια ψευδαίσθηση απέραντη ωραία,
σαν θύελλα την καρδιά μου ήρθες να σκορπίσεις,
τις στιγμές απολάμβανα που σ’ είχα πλάι μου παρέα,
ηλιοβασίλεμα των ματιών μου, ποτέ να μη μου δύσεις.

Στο κόσμο της φαντασίας δεν υπήρχαν φραγμοί,
κάλλος αφροδίσιο ήσουν που ξεβράστηκε απ’ το κύμα,
ένα πρωινό δροσερό σε ακτή της μεγαλονήσου.

Στην αγκαλιά σου καραδοκούσαν οι πειρασμοί,
με φιλιά ήρθες να κόψεις της ζωής μου το νήμα,
μέσα σε ονειρικό ξημέρωμα του παραδείσου.


Πάρης Παπανικολάου


Νοσταλγία

Νοσταλγώ τις στιγμές,
που βρισκόμουν κοντά σου,
νύχτες ατελείωτες καυτές,
νοσταλγώ τ’ απαλό το άρωμα σου.

Δε μπορούσα να φανταστώ,
στον κόσμο τούτο που έζησα,
πλάσμα από σένα πιο γοητευτικό,
καλλονή λατρευτή που τόσο σ’ αγάπησα.

Νοσταλγώ την γλύκα των χειλιών σου,
χαμόγελο υπέροχο σαγηνευτικό
και την λάμψη των ματιών σου,
στο χρώμα το γαλάζιο το ερωτικό.

Μ’ έκανες να ξέρεις την ψυχή κομμάτια,
πλάι σου όμως θέλω να υπομένω,
αγναντεύοντας τα δυο σου μάτια
αέναα, άστρο της ζωής μου λατρεμένο.


Πάρης Παπανικολάου


Λουλούδι του αγρού

Στ’ ανοιξιάτικο περιβόλι μονάχος διαβαίνω,
όταν κοιτώ τα μάτια σου τα καστανά να μη τα εχορταίνω.

Να μπορούσα ν’ άπλωνα τα τρυφερά μου χάδια,
πάν’ στο ρουμπινένιο σου κορμί τα επερχόμενα τα βράδια.

Ήσουν μιαν όαση απατηλή σαν σε ερήμου οπτασία,
να ξεδιψούσα το πάθος μου ποθώ σε καταρρακτώδες πανδαισία.

Μοναχός πλανιόμουνα δίχως να βρίσκω αγάπη,
το βλέμμα σου να μ’ έριχνες χωρίς κάποιο γινάτι.

Ήσουν το λουλούδι του αγρού το μοσχομυρισμένο,
θειο μαγευτικό εξαίσιο σαν σε λόφο ανθισμένο.

Η γοητεία καιροφυλαχτεί στη λάμψη των μαλλιών σου,
να χανόμουν στη δροσιά των απαλών χεριών σου.

Ένα βάρος απόκοσμο με καταπλάκωνε το στήθος,
τεράστιος κι ασήκωτος έστεκε στη καρδιά μου ο λίθος.

Στο κόρφο σου να επλάγιαζα σαν πουλάκι που πεθαίνει,
ο θάνατος να μ' έβρισκε μια βραδιά στη σκοτεινιά θαμμένη.


Πάρης Παπανικολάου



Παραδείσου μαγγανεία

Στης θάλασσας τα ύδατα σιωπηλά αργοπεθαίνω,
όταν τα μάτια σου τα δυο τα καφετί χαζεύω.

Η λυγερή η χαίτη σου κυμάτιζε στου ανέμου την πνοή,
μαύρα μαλλιά υπέροχα αστραφτερ’ ηδονή.

Περπάταγες ξυπόλητη στη καυτή την άμμο,
τα πέλματα βελούδινα καθώς απάταγαν επάνω.

Η νύχτα σαν κι αν έπεσε σαν πέπλο καλλυμένο,
η γοητεία σου άνθος του λωτού σε κήπο ανθισμένο.

Το φεγγαράκι έλαμψε στης καρδιάς τα μπούνια,
ήχοι στον αιθέρα μαγικοί από χρυσαφί κουδούνια.

Να υπήρχα και ν’ ανάπνεα μοναχά για σένα,
τα υγρά σου χείλη να γευτώ και την γλώσσα την καραμελένια.

Ηφαιστειώδης γυναίκα ήσουν σκέτη ακολασία,
θειο ‘ξωτικό ξημέρωμα του παραδείσου μαγγανεία.

Όσο κι αν προσπάθησα πλάι σου να υπάρχω,
χαμένος κόπος με κυρίευε ζωή δε θέλω να ‘χω.


Πάρης Παπανικολάου


Θα ‘θελα να ‘μαι κοντά σου

Θα ‘θελα να ‘μαι κοντά σου να ‘ξερες πόσο,
να σ’ αγκάλιαζα τις νύχτες με χάδια τρυφερά,
του έρωτα μου τα φιλιά στο κορμί σου ν’ απλώσω
και στα μάτια σου ν’ αντίκριζα την αστροφεγγιά.

Θα ‘θελα να ‘μαι κοντά σου να ‘ξερες πόσο,
να βάσταγα χαρούμενος το δροσερό σου χέρι,
την γλύκα των χειλιών σου λαχταρώ να νοιώσω,
σαν ένα λουλούδι μυρωμένο είσαι, ο άνεμος που ‘χει φέρει.

Θα ‘θελα να ‘μαι κοντά σου να ‘ξερες πόσο,
τα καστανά σου μάτια σου ν’ αγναντεύω
κι ένα φιλί καυτό στο μάγουλο σου να δώσω,
να σε κρατάει ζεστασιά όσο μακριά σου υποφέρω.

Θα ‘θελα να ‘μαι κοντά σου να ‘ξερες πόσο,
μια βραδιά φεγγαρόλουστη του Απρίλη,
του έρωτα σου τη φωλιά λαχταρούσα τόσο,
να ‘δινε ζεστασιά στ’ ανοιξιάτικο χαρωπό το δείλι.



Πάρης Παπανικολάου




Παράξενη επισκέπτρια ΙΙΙ

Παράξενη επισκέπτρια σκοτεινή σαν βαθύ πηγάδι,
ήρθες σαν λαίλαπα τα πάντα στο πέρας να σκορπίσεις,
χωρίς να λυπηθείς και τίποτε ακέραιο ν’ αφήσεις,
στης καρδιάς μου της αγνής... το καταπράσινο λιβάδι.

Τα πάντα έρεαν στο είναι μου απ’ την ακατάδεκτη σου παρουσία,
των ματιών σου η γοητεία θαμπωτική γεμάτη μυστήριο
κ' η χλομάδα του προσώπου σου πικρή σα δηλητήριο,
που σκλάβος ένοιωθα παραπλανημένος... σαν σ’ ερήμου οπτασία.

Το αστραφτερό μελαχρινό των σγουρών σου μαλλιών ,
με την χαίτη σου μπερδεμένη απ’ του άνεμου το φύσημα
και των φρυδιών σου τα κατάμαυρα ημικύκλια ντυμένα πένθιμα,
αντίκριζα την ακολασία... στο βλεφάρισμα των καστανών σου ματιών.

Αν μ’ άφηνες να εισχωρήσω στης ψυχής σου τις στοές,
του έρωτα σου το θηρίο θα μπορούσα να δαμάσω
και στην άκρη του κόσμου ακόμη θα ‘κανα τα πάντα για να φτάσω,
να χανόμουν στου κορμιού σου... τις απέραντες σπηλιές.



Πάρης Παπανικολάου



Έφυγες…

Έφυγες ένα πρωινό χωρίς να πεις ένα αντίο,
μου λείπει αφάνταστα το χαμόγελο σου το γλυκό,
που να χαρίζεις άραγε τα φειδωλά σου χάδια;
Και ποιος θα απολαμβάνει το κορμί σου το μαγευτικό.

Φεύγεις γι’ άλλη μια φορά από κοντά μου,
λείπεις μόνο μερικές ώρες φαντάζουν όμως αιώνες,
νοσταλγώ την γκρίνια της στριγκλιάς σου φωνής
και τα λόγια σου τα σκληρά σαν βαριές κοτρώνες.

Υπάρχει μόνον ένα κορμί στο κόσμο τούτο,
που θα μπορούσε την ύπαρξη σου ν’ αντέχει,
αυτό το κορμί είναι δικό μου κι ανήκε σε σένα,
να σε βαστάει απ’ το χέρι όταν βρέχει.

Δεν υπάρχουν δυστυχώς λόγια για να μπορέσω,
να εκφράσω τον απεριόριστο μου θαυμασμό ,
που αισθάνομαι για σένα ελαφίνα μου λατρευτή,
ένας έρωτας παθιασμένος μη βαστώντας τον διωγμό.

Περιμένω ανυπομονητικά τις νύχτες,
μπροστά στο παραθυρόφυλλο της καμαρούλας,
μήπως και φανεί η ελπίδα των ματιών μου,
στην κίνηση σου την θεια καμαρωτής παιδούλας.

Ενώ θα σε περιμένω ξάγρυπνος φρουρός,
η σκέψη μου τα φιλιά της ποθεί σε σένα να χαρίσει,
που τόσο απελπισμένη και μοναχή πλανιέται,
ράκος ζωντανό έτοιμο στο διάβα να ξεψυχήσει.

Οπού κι αν είσαι εύχομαι να ‘σαι πάντα καλά,
πάντως να ξέρεις ότι υπάρχει εδώ μια καρδιά ραγισμένη,
που για τα μάτια σου μονάχα αγκομαχά κ’ υποφέρει,
ανυπομονώντας χάδια να της χάριζες και πάλι τρυφερά.



Πάρης Παπανικολάου



Μιαν αγάπη γκρεμίζεται

Ένα σπίτι στην άμμο χτίζεται,
μια μακρόχρονη αγάπη γκρεμίζεται,
ήταν αυτός ο απατηλός έρωτας,
μια οφθαλμαπάτη θανατηφόρα κρύα,
σε μπουντρούμια κλεισμένη οπτασία.

Συντρίμμια θρύψαλα κομμάτια,
έγινε η καρδιά από γινάτια
κ’ έφυγε η έρμαιη μακριά ,
στης μοίρας τα μονοπάτια,
κρυφοκοίταζαν μισάνοιχτα ματιά.

Οπτασία του ελέους δοσμένη,
μέσα σε νάρκη πεσμένη,
στα μάτια αυτά τα φθονερά,
που κυριαρχούσε η οδύνη,
σε ματωμένη γαλήνη.

Στα μάγουλα σου έτρεχε ένα δάκρυ,
όταν καθόσουν στου βράχου την άκρη,
έδινες ένα ύστατο αντίο,
σε μέρη όπου ερωτεύτηκες παράφορα,
μες σε πηγάδια σκοτεινά αδιάφορα.

Μια λάμψη στα ουράνια πρόβαλλε,
σαν αντήλια της αυγής ξεπρόβαλλε,
ήταν ένα δροσερό καλοκαιρινό πρωινό,
στη χώρα των γαλήνιων υδάτων,
των λιμναζόντων βάλτων.

Ένα κύμα στα παράλια ξεβράστηκε,
μια κοπέλα τον έρωτα καταράστηκε,
πετώντας βότσαλα στον ωκεανό,
βουτηγμένη στα ποτάμια του κλάματος,
ανεμοδαρμένη του αρχέγονου δράματος.




Πάρης Παπανικολάου


Τα Καλλιόπεια χείλη

Τα κατακόκκινα σου χείλη,
γλυκά και ζουμερά σαν το ροδάκινο,
ομόρφαιναν τ’ ανοιξιάτικο δείλι,
σβήνοντας κάθε πικρό παράπονο.

Τα χείλη αυτά τόσο γλυκά,
που κοσμούσαν την αρχή του ουράνιου τόξου,
με όλα τα χρώματα τα σαγηνευτικά,
αχτίδα του ουρανού.. μαγεμένη δόξα.

Ήτανε στιγμές που σε κοίταζα καθηλωμένος,
να θαυμάζω τ’ αμυγδαλωτά σου μάτια,
που στο κόσμο των ματιών σου να 'μουν σκλαβωμένος,
να με 'κανες την καρδιά.. θρύψαλα κομμάτια.

Οι χυτοί σου μηροί απαλοί και βελουδένιοι,
που βάσταγαν το σμιλεμένο σου κορμί,
ο αφαλός κ’ η κοιλιά λείοι μεταξένιοι,
σ’ αντικρίζω μαγεμένος και με φεύγουν οι καημοί.

Τα Καλλιόπεια αυτά χείλη,
τόσο ζεστά και τόσο ωραία,
να 'τανε όλοι οι πειρασμοί μια θαυμαστή γαλήνη,
ν’ αγνάντευα ξέγνοιαστα.. την ομορφιά σου την πηγαία.
                                                                     
Ο ήλιος, τα άστρα κ’ η σελήνη, θα 'ταν τόσο μόνοι,
δίχως την γλυκιά σου παρουσία,
θαυμάσιοι ατελείωτοι οι χρόνοι,
μια λάμψη γοητείας.. στη θεά Κυπαρισσία.



Πάρης Παπανικολάου

Τα κατακόκκινα σου χείλη...
γλυκά και ζουμερά, σαν το ροδάκινο
ομόρφαιναν τ’ ανοιξιάτικο δείλι...
σβήνοντας κάθε πικρό παράπονο.
.
Τα χείλη αυτά, τόσο γλυκά...
που κοσμούσαν την αρχή του ουράνιου τόξου,
με όλα τα χρώματα τα σαγηνευτικά...
αχτίδα του ουρανού... μαγεμένη δόξα !
.
Ήτανε στιγμές που σε καμάρωνα καθηλωμένος
θαυμάζοντας τ’ αμυγδαλωτά σου μάτια...
αχ, στο κόσμο των ματιών σου να 'μουν σκλαβωμένος
να με 'κανες την καρδιά... θρύψαλα κομμάτια.
.
Οι χυτοί σου μηροί απαλοί και βελουδένιοι,
που βάσταγαν το σμιλεμένο σου κορμί,
ο αφαλός και η κοιλιά, λείοι μεταξένιοι...
σ’ αντικρίζω μαγεμένος και με φεύγουν οι καημοί.
.
Τα Καλλιόπεια αυτά χείλη...!
Τόσο ζεστά και τόσο ωραία...
να 'τανε όλοι οι πειρασμοί μια θαυμαστή γαλήνη,
ν’ αγνάντευα ξέγνοιαστα... την ομορφιά σου την πηγαία !
.                                                                    
Ο ήλιος, τα άστρα κ’ η σελήνη... θα 'τανε τόσο μόνοι,
δίχως την γλυκιά σου παρουσία...
θαυμάσιοι ατελείωτοι οι χρόνοι...

μια λάμψη γοητείας...! Στη θεά Κυπαρισσία...!



Ύστατη ελπίδα

Σκληρή, αχάριστη, άπονη και κουφή,
έφυγες να χαρίσεις τα ζεστά σου χάδια
σε μιαν άλλη αγκαλιά και μ’ έριξες τον δύστυχο,
στην απόγνωση βυθισμένο τα βράδια.

Ωστόσο μετανιωμένος σ’ εκλιπαρώ,
να ρθεις γρήγορα και πάλι σε μένα κοντά,
γιατί οπωσδήποτε έσφαλα κ’ εγώ, σου χαρίζω
μιαν ύστατη επίκληση απ' την πονεμένη μου καρδιά.

Χορεύαμε μαζί αγκαλιασμένοι θυμάσαι;
Νόμιζα ότι θα καταφέρναμε στολίδι της ζωής μου,
ότι λάθη κι αν κάναμε σ' αγάπησα και θα σ' αγαπώ,
μ' όλη την δύναμη της ψυχής μου.

Είμαστε χώρια και δεν έπαψα να σ' αναζητώ,
σε λατρεύω όσο τίποτα άλλο στο κόσμο γλυκιά μου,
θα σε περιμένω για πάντα πλάι μου να γυρίσεις,
να ξαναερωτευτούμε, όπως την πρώτη φορά νεράιδα μου.




Πάρης Παπανικολάου


Των Ματιών σου

Στων ματιών σου την άκρη,
ένα κρυστάλλινο δάκρυ,
έσταζε πάνω σ’ ένα ανθός μυρωδάτο,
του αγρού στολίδι λουλουδάτο.

Των ματιών σου η ουτοπία,
λαμπερή χρωματιστή πανδαισία,
έδινε λάμψη στο περιβόλι ,
δροσερή γαλήνια μικρή πόλη.

Των ματιών σου η ηλιαχτίδα,
του ουρανού απέραντη κερκίδα,
μες στο φεγγάρι πλανιέται,
στις αστρόπυλες περνιέται.

Των ματιών σου η γοητεία ,
φανταχτερή θαυμαστή δυναστεία,
σ’ ονείρου το κάστρο πριγκιπάτο,
χτισμένο σε νεραϊδίσιο βάλτο.

Στων ματιών σου τις σκουρόχρωμες κόρες,
κουνιστές χρωματιστές αιώρες,
σε μονοπατιού περβάζι,
καθόμουν και σ’ έκανα χάζι.

Στα μάτια μου σ’ είχα θρησκεία,
μετάνοια, προσευχή, αμαρτία,
ήσουν για μένα ο θεός,
ένας θηλυκός πειρασμός.

Των ματιών σου η κρύα βρύση,
μακρινοί ακατοίκητοι νήσοι,
ήσουν για μένα σανίδα σωτηρίας,
σε φουρτούνα οπτασίας.

Στων ματιών σου το κύμα,
ένας έρωτας γεμάτος ποίημα,
που γράφτηκε για σένα όλο χάδια,
να σε νανουρίζει χαρμόσυνα τα βράδια.


Πάρης Παπανικολάου