Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Παραμύθι


Ο Νεραιδόκοσμος της Κλάρας !

Μέσα στον νεραιδόκοσμο των παραμυθιών μικροσκοπικές νεραιδούλες με πολύχρωμα χαριτωμένα φορεματάκια χόρευαν το δικό τους μοναδικό χορό κάτω από τις πρωινές ακτίνες του ήλιου.  Στον ρομαντικό  αυτό χορό είχαν και θεατές… όλα τα ζώα της γύρω κοιλάδας.  Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε πρωί λες και ήταν το πρωινό τους ξύπνημα.

Οι μικροί νάνοι με τα δικά τους μουσικά όργανα ηχούσαν μαγικά τις δικές τους μελωδίες ενώνοντας τους ήχους τους με τις νεράιδες κάνοντας τα πάντα γύρω μαγικά και παραμυθένια.  Ξαφνικά η μικρή Κλάρα με το κατακόκκινο φορεματάκι ξέφυγε  από τις φίλες της, έχασε τον προσανατολισμό της και βρέθηκε ακριβώς στην απέναντι όχθη του ποταμού.  Αντίκριζε για πρώτη φορά ένα διαφορικό κόσμο από τον δικό της.  Ήταν ο κόσμος του θορύβου και της πολυκοσμίας, ο κόσμος…   Οι φίλες της ήταν γι’ αυτή κάτι το άπιαστο πια.  Μέσα από τον τεράστιο καθρέφτη ενώ οι νεραιδούλες συνέχιζαν τον χορό τους η Κλάρα  αδυνατούσε να τις κρατήσει στην αγκαλιά της.


Απεγνωσμένη η μικρή Κλάρα, κάθισε σ’ ένα βράχο και άρχισε να κλαίει δυνατά.  Το κλάμα της έγινε βροχή,  το στείρο έδαφος μούσκεψε και μέσα απ’ αυτό πολύχρωμα λουλούδια άρχισαν να φυτρώνουν γύρω της.  Η πλάση είχε άρχισε ν’ αλλάζει μορφή.
Κάποια στιγμή όταν άρχισε να σουρουπώνει, είδε να έρχεται προς το διάβα της ένα παράξενο ξωτικό, μ’ ένα πράσινο πανωφόρι και ψηλό σκούφο.  Δεν μπορούσε να φανταστεί πως μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχε περίπτωση να δει μπροστά της άλλα πλάσματα παρόμοια με το δικό της κόσμο.  Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευε πως ο δικός της κόσμος ήταν και ο μοναδικός.
Πλησίασε τη μικρή Κλάρα και της είπε,  «Γιατί κλαις καλή μου;»
«Χάθηκα από την νεραιδοχώρα μου και δε ξέρω πως θα γυρίσω πίσω» απάντησε εκείνη.
«Μην ανησυχείς,  εγώ θα σε βοηθήσω να βρεις τον δρόμο για την κοιλάδα σου» και της άπλωσε το χέρι.

Εκείνη άπλωσε το τρεμάμενο χεράκι της και άρχισαν να περπατάνε ο ένας δίπλα στον άλλο.  Εκατοντάδες μονοπάτια έβλεπαν τα ματάκια της που γι’ αυτή ήταν ακατόρθωτα να τα διαβεί.  Άρχισε να απελπίζεται αλλά δεν είχε καλύτερη επιλογή. Είχε πια νυχτώσει για τα καλά και το μόνο φως της νύχτας ήταν το μεγάλο στολισμένο φεγγάρι στο κέντρο της.  Μπαίνοντας στο μεγάλο δάσος  λύκοι ακούγονταν να ουρλιάζουν στο διάβα τους. Νυχτερίδες χόρευαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους, κουκουβάγιες έβγαζαν το δικό τους τρομακτικό ήχο.
Άρχισε και πάλι να ξημερώνει.  Για τη μικρή μας Κλάρα λες και πέρασε αιώνας άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει.  Τις διαμαρτυρίες της άκουσε ένα παλικάρι που καθόταν ξαπλωμένο κάτω απ’ την ιτιά και κοιμότανε.  Δίπλα το κατάλευκο άλογο του απολάμβανε κι αυτό την ξεκούραση του μέσα στο καταπράσινο τοπίο.  Το παλικάρι ακούγοντας θορύβους σηκώθηκε και κοίταξε προς τον ήχο της φωνής.

Είχε ακούσει από καιρό για τα ξωτικά που έκλεβαν νεράιδες από την νεραιδοχώρα για να τις πάνω στο σκοτεινό κάστρο του βασιλιά Ιζαμπέλ θυσιάζοντας εκείνες για να γίνει αυτός αθάνατος.  Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν είχε πιστέψει αυτή την ιστορία αλλά να που ήρθε η στιγμή να συναντήσει στο δρόμο του ένα τέτοιο ξωτικό με μια αιχμάλωτη νεραιδούλα.  Συνειδητοποίησε πως κάτι κακό θα συνέβαινε σύντομα και αποφάσισε να τους ακολουθήσει.  Φθάνοντας στο μεγάλο σκοτεινό βασίλειο είδε πολλά άλλα ξωτικά να την μεταφέρουν δεμένη στο μεγάλο βρωμερό υπόγειο
Η θυσία θα γινόταν την επομένη με Πανσέληνο.  Πάντα οι θυσίες αυτές γίνονταν νύχτα με Πανσέληνο και η επόμενη μέρα ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για τον Βασιλιά τους.  Ο Πάρις θυμήθηκε το μαγικό ραβδί που του είχε δώσει την προηγούμενη μέρα ο ξάδελφος του με την εντολή να το χρησιμοποιήσει  μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης.  Αν το χρησιμοποιήσει  απερίσκεπτα τότε θα έχανε την αξία και τη δύναμη του.

Άρχισε πάλι να σουρουπώνει και ότι ήταν να κάνει έπρεπε να το κάνει άμεσα.  Περίμενε να απλωθεί η νύχτα για τα καλά και να κοιμηθούν τα ξωτικά.  Έβγαλε το μαγικό ραβδί από το σακίδιο του και πολύ προσεκτικά άρχισε να απλώνει γύρω από το καθένα απ’ αυτά τη σκόνη του.
Πήρε σιγά, σιγά το κλειδί από το πανωφόρι του  φύλακα, άνοιξε την σιδερένια πόρτα  και πήρε την νεραιδούλα στην αγκαλιά του και άρχισε να τρέχει μέσα στο μεγάλο δάσος.  Η Κλάρα άρχισε να ξυπνά σιγά, σιγά και όταν συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στην αγκαλιά κάποιου άλλου άρχισε να κλαίει.  Ο Πάρις σταμάτησε και την ακούμπησε μαλακά κάτω στο έδαφος.  Προσπάθησε να την ηρεμίσει και να της εξηγήσει όσο πιο σύντομα μπορούσε ποιος ήταν και ότι το μόνο που ήθελε ήταν το καλό της.
Τώρα το μόνο που έμενε ήταν να την οδηγήσει πίσω στο δικό της νεραιδόκοσμο.  Έλα όμως που  η Κλάρα είχε ερωτευτεί και στα μάτια του έβλεπε το πρίγκιπα της!  Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία μόνο που δεν ήξερε κατά πόσο η Κλάρα θα έπρεπε να επιστρέψει στον δικό της κόσμο μια και ο ίδιος ήταν αδύνατο να  ζήσει στο δικό της.
Η Κλάρα χαμογέλασε και του εξομολογήθηκε πως αν ποτέ ερωτευότανε θα ήταν σε θέση να έδιωχνε το φτέρωμα της και να γινόταν μια γυναίκα όπως όλες τις άλλες.
Ο γάμος  έγινε μια ηλιόλουστη  ανοιξιάτικη μέρα στο παλάτι, του πρίγκιπα.  Γιατί ο Πάρις ήταν στ’ αλήθεια ο πρίγκιπας του διπλανού βασιλείου.  Οι νεραιδούλες όλες παρευρεθήκαν στο γάμο για να καμαρώσουν τη φίλη τους και να είναι δίπλα  στην πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της.
Όσο για τον βασιλιά Ιζαμπέλ την επόμενη ακριβώς μέρα μετά την εξαφάνιση της Κλάρας έσβησε τη νύχτα με πανσέληνο μια και είχε χάση την ευκαιρία να θυσιάσει ακόμη μια νεράιδα.  Τα υπόλοιπα ξωτικά κατάλαβα το λάθος τους και απομακρύνθηκαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από το σκοτεινό βασίλειο. 
Από τότε δεν τα ξαναείδε κανείς. 


Παυλίνα Στυλιανού – Πάρης Παπανικολάου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου